- συμπλοκῶν
- συμπλοκήintertwiningfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
συνδιάταξη — Στη χημεία σημαίνει έναν ιδιαίτερο τύπο δεσμού. Διάφορα μέταλλα, ειδικά αυτά που ανήκουν στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος (κοβάλτιο, νικέλιο, σίδηρος, λευκόχρυσος), δίνουν με ουδέτερα μόρια (του τύπου της αμμωνίας ή του νερού) ή με… … Dictionary of Greek
ακτίνιο — I Μονάδα μέτρησης επίπεδων γωνιών. Ορίζεται ως εξής: παίρνουμε έναν οποιονδήποτε κύκλο· κάθε επίκεντρη γωνία αυτού του κύκλου, που βαίνει σε τόξο ισόμηκες με την ακτίνα του, ονομάζεται: γωνία ενός α. ή ένα α. Έτσι, το μέτρο μιας γωνίας σε α.… … Dictionary of Greek
δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… … Dictionary of Greek
θειοφαίνιο — Ετεροκυκλική ένωση με τύπο C4H4S. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή βενζολίου, σημείο τήξης –38,30°C, θερμοκρασίας βρασμού 84,1°C, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. Το θ. συνοδεύει το βενζόλιο στο προϊόν που λαμβάνεται από την… … Dictionary of Greek
κοβαλτιαμίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία τών σύμπλοκων αμμωνιακών παραγώγων τού τρισθενούς κοβαλτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cobaltiamines < cobalti (πρβλ. κοβάλτιο) + amines (πρβλ. αμίνες)] … Dictionary of Greek
κοβαλτοαμίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία τών σύμπλοκων αμμωνιακών παραγώγων τού δισθενούς κοβαλτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cobaltoamines < cobalt (πρβλ. κοβάλτιο) + συνδετικό φωνήεν ο + amines (πρβλ. αμίνες)] … Dictionary of Greek
νιτροπρωσικός — ή, ό φρ. «νιτροπρωσικό άλας» χημ. συνοπτική ονομασία συμπλόκων αλάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitroprussiate < νιτρ(ο) * + πρωσικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Αν. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
πολυδοντικός — ή, ό, Ν χημ. χαρακτηρισμός κάθε υποκαταστάτη συμπλόκων που είναι σε θέση να δεσμεύσει δύο ή περισσότερες θέσεις μοριακής σύνταξης τού κεντρικού ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polydentate < poly (< πολυ *) + dentate… … Dictionary of Greek